Παρασκευή 2 Ιανουαρίου 2015

Κάλπικα και πραγματικά διλήμματα




Πέμπτη 1 Γενάρη 2015

 «Οι πολίτες έχουν να διαλέξουν ανάμεσα σε δύο εναλλακτικά και αντιπαραθετικά, μεταξύ τους, σχέδια και αυτούς που τα υποστηρίζουν. Από τη μια πλευρά έχουμε συνασπισμένες τις δυνάμεις, οι οποίες κυβέρνησαν τη χώρα τα τελευταία 40 χρόνια και προσπαθούν σήμερα να διατηρήσουν τον έλεγχο της κατάστασης, να μη χάσουν την κουτάλα. Είναι οι ίδιες δυνάμεις που έφεραν τα Μνημόνια, είναι οι ίδιες δυνάμεις οι οποίες δεν είναι σε θέση να διαπραγματευτούν με τους δανειστές διότι τα επιχειρήματά τους είναι τα επιχειρήματα των δανειστών.

Από την άλλη πλευρά έχουμε τον ΣΥΡΙΖΑ και τις κοινωνικές δυνάμεις που τον ανέδειξαν και τον υποστηρίζουν ως εκπρόσωπό τους. Εχουμε τις ζωντανές δυνάμεις της κοινωνίας, τους ανθρώπους του μόχθου και της δουλειάς, τους νέους οι οποίοι βλέπουν να καταστρέφονται και τους γονείς που θέλουν μια καλύτερη, πιο ευρωπαϊκή Ελλάδα, μια Ελλάδα της κοινωνικής δικαιοσύνης και της δημοκρατίας».

Αυτά γράφει η «Αυγή» 28/12/2014, για το «τι κρίνεται» σ' αυτές τις εκλογές. Βεβαίως, η «Αυγή» όπως και ο ΣΥΡΙΖΑ είναι προσεκτικοί στις διατυπώσεις. Στην αναφορά σε «πολίτες» μπορεί να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους τόσο οι εργαζόμενοι και τα φτωχά λαϊκά στρώματα όσο και οι μεγάλοι επιχειρηματίες, όλοι άλλωστε πολίτες είναι με αντιτιθέμενα όμως συμφέροντα. Και αυτό που είναι δίλημμα για τον εργαζόμενο λαό δεν είναι απαραίτητα δίλημμα για τους μετόχους των μονοπωλιακών ομίλων όπως και το ανάποδο. Πίσω από την αναφορά του ΣΥΡΙΖΑ σε «ζωντανές δυνάμεις» που θέλει να εκφράσει κρύβεται η πολιτική τους στόχευση για ενίσχυση του κεφαλαίου, για συνέχιση με άλλο τρόπο του ίδιου αντιλαϊκού δρόμου του κεφαλαίου και της ΕΕ που την παρουσιάζουν ως πολιτική για όλους τους Ελληνες. Αυτόν τον αποπροσανατολισμό ντύνουν με ψευτοδιλήμματα.


Ο ΣΥΡΙΖΑ, μπροστά στις εκλογές, διατυπώνει ένα κάλπικο για το λαό δίλημμα, αφού όπως το διατυπώνει καλεί το λαό να επιλέξει με την ψήφο του ανάμεσα σε δυνάμεις και πολιτικές, τις οποίες εμφανίζει ως εναλλακτικές - αντιπαραθετικές, αλλά βρίσκονται στην ίδια όχθη. Λέει πως από τη μια είναι η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ μαζί, και από την άλλη ο ΣΥΡΙΖΑ. Από τη μια οι δυνάμεις που κυβερνούν 40 χρόνια, που έφεραν τα μνημόνια, που δε θέλουν να χάσουν την κουτάλα και από την άλλη ο ΣΥΡΙΖΑ, που είναι με τους ανθρώπους του μόχθου, για μια Ελλάδα πιο ευρωπαϊκή, της κοινωνικής δικαιοσύνης, της δημοκρατίας. Εχουμε όμως και λέμε: Διακηρυγμένοι στόχοι του ΣΥΡΙΖΑ είναι η στήριξη της ανάκαμψης της καπιταλιστικής οικονομίας, δηλαδή των κερδών του κεφαλαίου, είναι η μη αμφισβήτηση της ΕΕ και της Ευρωζώνης στα θεσμικά πλαίσια της οποίας θα διαπραγματευτούν για το χρέος και τη δανειακή σύμβαση. Είναι η στήριξη της «υγιούς επιχειρηματικότητας». Για αυτούς τους στόχους διαβεβαιώνουν τον ΣΕΒ, τον ΣΕΤΕ και άλλες μερίδες του κεφαλαίου, διεθνή κέντρα του κεφαλαίου όπως το αμερικάνικο ινστιτούτο Λεβί, την κυβέρνηση της Γερμανίας (συζήτησαν με Σόιμπλε - Ασμουσεν), τις ξένες τράπεζες και χρηματιστικές επιχειρήσεις στο Λονδίνο, την «ευρωπαϊκή λέσχη Μπίλντεμπεργκ» στο Κόμο της Ιταλίας κ.α.

Ομως, μήπως τους ίδιους στόχους δεν υπηρετούν ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ; Με διαφορετικό, βεβαίως, μείγμα στη δοσολογία της δημοσιονομικής προσαρμογής και της αποπληρωμής του χρέους, στα παζάρια με τους δανειστές. Πρόκειται για εναλλακτικές στην ίδια όμως όχθη του κεφαλαίου, της εξουσίας του, της ΕΕ. Η διαφορά βρίσκεται στο ποιος κρατάει σήμερα την κουτάλα. Ομως, ακόμα και αν υποθέσουμε ότι αναφερόμαστε σε μια πιο «τίμια» πολιτική διαχείρισης των συμφερόντων του κεφαλαίου δε θα αναιρέσει τη «νόμιμη» κλοπή της δουλειάς των εργαζομένων, των φτωχών λαϊκών στρωμάτων από τους μεγαλοεπιχειρηματίες που συνεχίζεται και εντείνεται. Το ζήτημα για τους εργαζόμενους είναι αν, για παράδειγμα, ξηλωθεί ή όχι όλο το αντεργατικό αντιλαϊκό πλαίσιο που έχει ενισχυθεί όλα τα προηγούμενα χρόνια με τους εφαρμοστικούς νόμους και τις δανειακές συμβάσεις, το ζήτημα είναι το αν θα αποκατασταθούν οι απώλειες των εργαζομένων την περίοδο της κρίσης, αν θα διαμορφωθούν προϋποθέσεις για ζωή με βάση τις σύγχρονες λαϊκές ανάγκες. Μόνο σε αυτήν την κατεύθυνση μπορεί πραγματικά να σηματοδοτηθεί η αντιπαράθεση με την πραγματική κλοπή που υφίστανται οι εργαζόμενοι από διεφθαρμένους και αδιάφθορους μεγαλοεπιχειρηματίες και το πολιτικό τους προσωπικό. Σε αυτό το ζήτημα, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πάρει θέση και έχει διαβεβαιώσει ότι αυτήν την κλοπή θα την αφήσει απείραχτη, αφού είναι αδύνατον, όπως λένε στελέχη του, να ξηλώσεις με μιας 400 εφαρμοστικούς νόμους, και θα αναδιαπραγματευτεί χωρίς να ακυρώσει τη δανειακή σύμβαση εντός του πλαισίου της ΕΕ. Το μόνο που υπόσχεται είναι ορισμένα ψίχουλα για όσους βρίσκονται σε συνθήκες ακραίας φτώχειας (π.χ. επαναφορά της 13ης σύνταξης μόνο σε όσους συνταξιούχους έχουν εισόδημα κάτω των 700 ευρώ κ.ά.) που θα εξανεμιστούν στο έδαφος του συνολικού αντιλαϊκού πλαισίου.

Η εργατική τάξη, τα άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα, πρέπει να κλείσουν τα αυτιά τους σ' αυτά τα πλαστά εναλλακτικά σχέδια και τις δυνάμεις που τα στηρίζουν. Πρέπει να σκεφτούν με κριτήριο τα δικά τους συμφέροντα, τα συμφέροντα της τάξης τους. Και εκφράζεται σε πολιτικό επίπεδο η ταξική αντιπαράθεση. Το πραγματικό δίλημμα γι' αυτούς είναι: Από τη μια τα κόμματα που, παρ' όλες τις διαφορές και αντιπαραθέσεις τους, ανταγωνίζονται για το ποιος είναι καλύτερος στην επεξεργασία και εφαρμογή πολιτικής υπέρ των μεγαλοεπιχειρηματιών, συμφωνούν με τη στρατηγική της ΕΕ και διεκδικούν το κυβερνητικό χρίσμα απ' το κεφάλαιο. Απ' την άλλη, το ΚΚΕ που παλεύει ενάντια στη στρατηγική του κεφαλαίου και της ΕΕ, που καλεί τους εργαζόμενους να μην κάνουν άλλες θυσίες, για να βγει το κεφάλαιο από την κρίση του και να ανακάμψουν οι μεγαλοεπιχειρηματίες αυγατίζοντας κι άλλο τα κέρδη τους. Και δίνει όλες του τις δυνάμεις για την ανασύνταξη του εργατικού κινήματος, τη συγκρότηση της Λαϊκής Συμμαχίας, προβάλλει στο λαό την αναγκαιότητα της πάλης για ανάκτηση των απωλειών των εργαζομένων από την κρίση. Η ενίσχυσή του συμβάλλει στην ενίσχυση της εργατικής - λαϊκής αντιπολίτευσης στην εξουσία του κεφαλαίου, σε ολόκληρο το αστικό πολιτικό σύστημα και στην ΕΕ για να ανοίξει ο δρόμος στην προοπτική να ζουν εργαζόμενοι χωρίς αφεντικά.

Ψ.