Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2015

Ο λαός δεν έχει να κερδίσει τίποτα από τη διαπραγμάτευση



του Γρηγόρη ΛΙΟΝΗ*
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ Σάββατο 21 Φλεβάρη 2015 - Κυριακή 22 Φλεβάρη 2015
Η «μεγάλη διαπραγμάτευση» στο «κρίσιμο Eurogroup» εξελίσσεται την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές. Ο υπουργός Γ. Βαρουφάκης προβάλλεται ότι παλεύει για τα συμφέροντα του ελληνικού λαού και αντιστέκεται στις σκληρές πιέσεις του μοχθηρού Σόιμπλε.
Κάπως έτσι περιγράφεται από τα φιλοκυβερνητικά αστικά μέσα ενημέρωσης η σύνθετη διαπραγμάτευση στο Eurogroup.
Πραγματικά, για την άρχουσα τάξη, τους μονοπωλιακούς ομίλους, η διαπραγμάτευση που γίνεται έχει μεγάλη σημασία. Το πραγματικό επίδικο της διαπραγμάτευσης αφορά τους μονοπωλιακούς ομίλους. Η δημοσιονομική χαλάρωση και η βελτίωση στους όρους διαχείρισης του κρατικού χρέους που επιδιώκει η ελληνική κυβέρνηση στοχεύει στη διασφάλιση καλύτερων όρων χρηματοδότησης για τους ομίλους, ώστε να τροφοδοτηθεί η καπιταλιστική ανάπτυξη. Εντάσσεται στη γενικότερη διαπραγμάτευση ανάμεσα στη Γερμανία, απ' τη μια πλευρά, και στη Γαλλία και την Ιταλία, απ' την άλλη, που, με τη στήριξη των ΗΠΑ, πιέζουν τη Γερμανία για βελτίωση των όρων χρηματοδότησης, κατανομής των απωλειών της κρίσης και των κερδών της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Γι' αυτό και τα αστικά ΜΜΕ αγωνιούν για το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης.
Ομως, για τους εργαζόμενους το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης είναι λίγο - πολύ δεδομένο. Ο πραγματικός χαρακτήρας των κυβερνητικών μέτρων φάνηκε πολύ πριν τις «πιέσεις» Σόιμπλε στο Eurogroup της 20ής Φλεβάρη.
Από τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης μέχρι τις συζητήσεις στα Eurogroup στις 11 και στις 16 Φλεβάρη και κυρίως από την «αίτηση» από μεριάς ελληνικής κυβέρνησης για την παράταση της δανειακής συμφωνίας, αποδεικνύεται πως τα εργατικά - λαϊκά στρώματα δε θα δουν ούτε καν ανάκτηση των τεράστιων απωλειών της τελευταίας περιόδου, δε θα γνωρίσουν την ικανοποίηση των αναγκών τους. Στην πραγματικότητα, η νέα κυβέρνηση ακολουθεί τον αντιλαϊκό προσανατολισμό όλων των προηγούμενων, τη θωράκιση της ανταγωνιστικότητας των μονοπωλίων. Ανεξάρτητα από το τελικό αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης, η διασφάλιση της κερδοφορίας και της ανταγωνιστικότητας προϋποθέτει φτηνή εργατική δύναμη, τόσο στη φάση της κρίσης όσο και στη φάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Φοροαφαίμαξη μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων

Η νέα κυβέρνηση δεσμεύεται για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και για «επαρκή πρωτογενή πλεονάσματα» και, την ίδια στιγμή, πως δε θα αυξήσει τη φορολογία του μεγάλου κεφαλαίου για να μπορεί να στηρίξει την υγιή επιχειρηματικότητα.
Για το λόγο αυτό, την όποια μείωση των εσόδων του προϋπολογισμού λόγω κάποιων «ελαφρύνσεων» θα πληρώσουν τα λαϊκά στρώματα, απλά από άλλη τσέπη.
Ετσι, όσο και αν προσπαθεί ο ΣΥΡΙΖΑ να εμφανίσει ως φιλολαϊκή στροφή στη φορολογία τις εξαγγελίες του για αύξηση του αφορολόγητου στις 12.000 ευρώ και την κατάργηση του ΕΝΦΙΑ, δεν μπορεί να κρύψει το σημερινό επίπεδο πολλαπλής φοροαφαίμαξης των λαϊκών στρωμάτων. Οι ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί είναι αποτέλεσμα της ανελέητης φοροεπιδρομής του λαού, τόσο στην έμμεση φορολογία (αυξήσεις ΦΠΑ, δραστικές αυξήσεις ειδικών φόρων σε τσιγάρα, ποτά και καύσιμα) όσο και στην άμεση φορολογία. Η αλλαγή του αφορολόγητου δεν πρόκειται να λύσει το πρόβλημα, αφού μεταφράζεται, για ένα μικρό τμήμα των εργαζομένων, σε λιγότερα από 1 ευρώ την ημέρα, κυριολεκτικά σε «ψίχουλα» που θα κληθούν αντικειμενικά να πληρώσουν οι υπόλοιποι. Για τη μεγάλη πλειοψηφία μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων, η νέα κυβέρνηση θα διαιωνίσει και θα επιδεινώσει τη φοροαφαίμαξη.
Η προώθηση του περίφημου περιουσιολογίου στοχεύει ακριβώς στο να ενισχύσει τα φορολογικά έσοδα της κυβέρνησης, επικεντρώνοντας σ' αυτά τα λαϊκά στρώματα που δε βρίσκονται σε κατάσταση εξαθλίωσης.
Η κυβερνητική σταυροφορία ενάντια στη διαφθορά και τη φοροδιαφυγή έχει ακριβώς αυτό το χαρακτήρα. Το μεγάλο κεφάλαιο δεν πληρώνει φόρους νόμιμα, σεβόμενο τους νόμους του αστικού κράτους. Με πλήθος νομοθετικών ρυθμίσεων, από τις αποσβέσεις και τα αφορολόγητα αποθεματικά μέχρι τις αναπτυξιακές φοροελαφρύνσεις και τα ειδικά φορολογικά καθεστώτα, όπως των εφοπλιστών, το μεγάλο κεφάλαιο πληρώνει ελάχιστα, λιγότερα από 3 δισ. ευρώ ετησίως, όταν οι υπόλοιποι, μισθωτοί και αυτοαπασχολούμενοι, πληρώνουν τα υπόλοιπα 47 δισ. ευρώ. Το καλύτερο δυνατό ενδεχόμενο για τους εργαζόμενους είναι η νέα κυβέρνηση, όπως έχει δηλώσει ο ΣΥΡΙΖΑ, να αυξήσει σταδιακά τη φορολογία στο μέσο όρο της ΕΕ, δηλαδή περίπου στα 4 δισ. ευρώ ετησίως και τα υπόλοιπα θα συνεχίσουν να τα πληρώνουν μισθωτοί και αυτοαπασχολούμενοι. Ετσι, η αύξηση της φορολογίας από την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, απ' την οποία η κυβέρνηση προσδοκά επιπλέον 5,5 δισ. ευρώ ετησίως, θα στοχεύσει μισθωτούς και αυτοαπασχολούμενους.
Τέλος, ο ΕΝΦΙΑ θα αντικατασταθεί από έναν άλλο φόρο ακίνητης περιουσίας που θα στοχεύει την, κατά την κυβέρνηση, «μεγάλη» περιουσία που στην πορεία εξειδικεύθηκε στο «30 - 35% των πλουσιότερων». Αν συνυπολογίσει κανείς πως το ποσοστό ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα είναι περίπου 85%, το 30% - 35% των πλουσιότερων μεταφράζεται περίπου στο 40%, που θα κληθούν να καταβάλουν αυτή τη φορολογία.
Αλλωστε, το νομοσχέδιο που εξήγγειλε η αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Ν. Βαλαβάνη, για τη ρύθμιση των οφειλών προς το κράτος έχει ως κεντρικό άξονα πως αναγνωρίζει όλη τη φοροαφαίμαξη των λαϊκών στρωμάτων των προηγούμενων ετών και στοχεύει στο να επιταχύνει την καταβολή της.
Οι «αριστερές» ιδιωτικοποιήσεις...
Συγχρόνως, η νέα κυβέρνηση αποδέχεται τη συνέχιση της πολιτικής των ιδιωτικοποιήσεων, μεταβάλλοντας ορισμένες πλευρές της μορφής των προωθούμενων ιδιωτικοποιήσεων και ασκώντας κριτική στο τίμημά τους. Αλλωστε, κεντρική θέση είναι πως «δεν πειράζουμε τις τετελεσμένες ιδιωτικοποιήσεις».
Ετσι, για παράδειγμα, στη ΔΕΗ δεν αναιρείται η μέχρι τώρα μερική αποκρατικοποίησή της κατά 49% και η λειτουργία της με γνώμονα το ποσοστό κέρδους, η διάσπαση σε δίκτυο (ΑΔΜΗΕ) και παραγωγή παραμένει, δεν αίρεται η ιδιωτικοποίηση του λιγνιτωρυχείου της Βεύης και η κοινοτική πολιτική στήριξης των ΑΠΕ συνεχίζονται. Ο διαχωρισμός δικτύου και παραγωγής σε δύο διαφορετικές εταιρείες αποτελεί προϋπόθεση για την ύπαρξη ανταγωνιστικής αγοράς ηλεκτρικής Ενέργειας. Αν ένας παραγωγός ελέγχει και το δίκτυο βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση έναντι των υπολοίπων. Γι' αυτό και η διάσπαση αυτή αποτελεί τον πυρήνα της πολιτικής της ΕΕ για την απελευθέρωση της ηλεκτρικής Ενέργειας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ουσιαστικά προωθεί την πολιτική ΕΕ - άρχουσας τάξης για την απελευθέρωση της ηλεκτρικής Ενέργειας με ορισμένες διαφορές, ενώ η διαφοροποίησή του για την πορεία της ΔΕΗ σχετίζεται και με την ανάγκη διασφάλισης φτηνότερης ηλεκτρικής Ενέργειας στις ενεργοβόρες επιχειρήσεις, καθώς μια ΔΕΗ με ισχυρή κρατική παρέμβαση μπορεί να είναι αποτελεσματικότερη σ' αυτήν την κατεύθυνση.
Αντίστοιχα, στον τομέα των υποδομών η κυβέρνηση θα αξιοποιήσει διάφορους μηχανισμούς με τους οποίους το κράτος θα διατηρεί ιδιοκτησία ή και τμήμα των μετοχών, ενώ οι ιδιώτες επενδυτές θα τοποθετήσουν κεφάλαια και θα τους παραχωρείται η χρήση των υποδομών για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, που μεταφράζεται σε αύξηση του κόστους για τα λαϊκά στρώματα. Η διατήρηση της ιδιοκτησίας στο κράτος μειώνει το απαιτούμενο κεφάλαιο που πρέπει να καταβάλει ο ιδιώτης επενδυτής (αφού ουσιαστικά αγοράζει μόνο τη χρήση). Στην πραγματικότητα, μέσα απ' το μηχανισμό αυτόν το ποσοστό κέρδους του κεφαλαίου μπορεί ακόμα και να αυξηθεί (αφού δεν καταβάλλει τις δαπάνες ιδιοκτησίας των υποδομών).
Αξονας της πάλης μας, η ανάκτηση των απωλειών και οι ανάγκες μας!
Ακόμα και η πλήρης υλοποίηση των προγραμματικών δηλώσεων της νέας κυβέρνησης δεν οδηγεί ούτε καν σε ανάκτηση των τεράστιων απωλειών της περιόδου της κρίσης.
Η νέα κυβέρνηση θα συνεχίσει στον καπιταλιστικό αντιλαϊκό δρόμο ανάπτυξης της φτηνής εργατικής δύναμης, φοροαφαίμαξη μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων, προώθησης ιδιωτικοποιήσεων για να βρουν οι όμιλοι νέα κερδοφόρα πεδία επενδύσεων. Ακόμα και τα «ψίχουλα» αντιμετώπισης της ακραίας φτώχειας θα κληθούν να πληρώσουν, σε μεγάλο βαθμό, οι υπόλοιποι μισθωτοί και αυτοαπασχολούμενοι, αφού το μεγάλο κεφαλαίο βρίσκεται ουσιαστικά στο απυρόβλητο.
Θα αξιοποιήσουν την περιβόητη «ανθρωπιστική κρίση» και την ανάγκη καταπολέμησης της ακραίας φτώχειας όχι μόνο για να μετατοπίσουν το κόστος αυτών των μέτρων στις πλάτες των υπόλοιπων λαϊκών στρωμάτων αλλά και για να θωρακίσουν ιδεολογικά τη συνέχιση της πολιτικής φτηνής εργατικής δύναμης, αφού «προέχει η αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης». Οπως δήλωσε χαρακτηριστικά ο Αλ. Τσίπρας, «προέχει η ανθρωπιστική κρίση, όχι ο 13ος - 14ος μισθός στο δημόσιο».
Στις συνθήκες αυτές, είναι κρίσιμης σημασίας να αντιπαρατεθούμε με το κλίμα μειωμένης απαιτητικότητας που καλλιεργείται συστηματικά μέσα στους εργαζόμενους.
Να φωτίσουμε πως μέσα στην κρίση δε χάνουν όλοι. Το ΑΕΠ της χώρας είναι 185 δισ. ευρώ και οι μεγαλομέτοχοι των ομίλων διαθέτουν στο εξωτερικό πάνω από 140 δισ. ευρώ μόνο ως χρηματικό κεφάλαιο.
Σε κάθε τόπο δουλειάς, σε κάθε χώρο κατοικίας, όπου ζουν και εργάζονται τα λαϊκά στρώματα, να επιμείνουμε στην οργάνωση της πάλης των εργατών που βάζει ως κόκκινη γραμμή την ανάκτηση των απωλειών της περιόδου της κρίσης και ανοίγει ταυτόχρονα το δρόμο για την πραγματική αντεπίθεση των εργαζομένων, για το δρόμο ανάπτυξης του σοσιαλισμού που ικανοποιεί τις ανάγκες μας, με κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων. Αποδέσμευση απ' την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, μονομερή διαγραφή του χρέους.
Αυτός ο δρόμος είναι δύσκολος αλλά είναι ο μοναδικός ρεαλιστικός. Μπορούμε να τον βαδίσουμε με αποφασιστικότητα, οπλισμένοι με την πείρα μας, τις στρατηγικές μας επεξεργασίες, την πίστη μας στις αστείρευτες δυνάμεις του εργαζόμενου λαού. Έχουμε χρέος προς την Ιστορία να μην επιτρέψουμε να παγιδευτεί ο λαός για άλλα 30 χρόνια.
*Ο Γρηγόρης Λιονής είναι μέλος του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ