2025_09_26_ΒΑΣΙΛΙΚΑ
ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ
«Την
αλυσίδα τη βαριά / την κάνω χελιδόνι / τη φυλακή τη σκοτεινή / την κάνω
ξαστεριά / Την αλυσίδα τη βαριά / εγώ κι εσύ κι εσύ κι εσύ / την κόβουμε
μαζί»...
Ο
Μίκης Θεοδωράκης, με τη ζωή και το έργο του αξεδιάλυτα πάντα, αγωνίστηκε, έγραψε
μουσική και πολέμησε με όλη τη δύναμη της ψυχής του για αυτό το «Μαζί».
Απ'
την αρχή ως το τέλος της πορείας του το «Μαζί» ήταν βαθιά ριζωμένο στη
συνείδησή του και στο έργο του.
Το
«Μαζί» ήταν εκείνος ο πιτσιρικάς της ΕΠΟΝ στην Τρίπολη, ο μαχητής του Δεκέμβρη,
ο εξόριστος της Ικαρίας, της Μακρονήσου και του Ωρωπού, ο αμετανόητος Μίκης που
«δεν συνεμορφώθη προς τας υποδείξεις», ο πατέρας με 2 παιδιά σε κατ' οίκον
περιορισμό στη Ζάτουνα, ο Μίκης δίπλα σε κάθε λαό που αγωνίζεται, στην Κούβα,
στη Χιλή, στην Παλαιστίνη, στη Γιουγκοσλαβία...
Ο
Μίκης κομμάτι της Ιστορίας του λαού μας, δικό μας κομμάτι, αλλά και των λαών
όλης της Γης...
Ο
Μίκης της μεγάλης Τέχνης και της Δημιουργίας.
Ο
μουσικός που ζυμώθηκε «μέσα από την πρόσφατη Ιστορία της χώρας μας».
Ο
δημιουργός, ο μαχητής, ο άνθρωπος που βρέθηκε εκεί «όπου η δίνη
στροβιλίζει γύρω της σαν άχερα τους ανθρώπους. Εκεί όπου ο εκκωφαντικός θόρυβος
των γεγονότων τραντάζει τους τοίχους και τις συνειδήσεις».
Με
το έργο του κατάφερε να χωρέσει την Ιστορία των εργατικών - λαϊκών αγώνων του
20ού αιώνα, να δώσει δύναμη και ορμή στον αγώνα «για να ανθρωπέψει ο άνθρωπος».
Σε
όλη του τη ζωή έδωσε όλες του τις δυνάμεις για να κάνει έργο κοινωνικό, έργο
πολιτικό, έργο με διαπαιδαγωγητικό χαρακτήρα, που θα ανεβάζει το αισθητικό,
πνευματικό και πολιτιστικό επίπεδό του, έτσι ώστε εκείνος «να
συνειδητοποιεί πόσο χάος χωρίζει αυτό που είναι από αυτό που θα έπρεπε και θα
μπορούσε να είναι!».
Μ’
αυτό το κριτήριο, άλλωστε, επεξεργαζόταν και τη μορφή, τις φόρμες και τεχνοτροπίες,
ώστε να υπηρετούν αποτελεσματικότερα τον σκοπό του.
Ο
γιος του Κρητικού και της Μικρασιάτισσας τελικά δεν έφυγε ποτέ από τις
επάλξεις.
Είτε
αυτές οι επάλξεις λέγονταν ΕΠΟΝ, ΕΛΑΣ, Μακρόνησος, Ικαρία, Αβέρωφ,
Μπουμπουλίνας, Ζάτουνα, είτε Βουλή ή Φεστιβάλ της ΚΝΕ.
Δημιουργούσε
αδιάκοπα για 70 ολόκληρα χρόνια.
Αγωνιζόταν
συνεχώς, όπως ανέπνεε.
Από
τις αρχές της δεκαετίας του '40 και μετά, τέχνη και αγώνας ενώθηκαν στη ζωή
του.
Έλεγε: «Ο
καλλιτέχνης δεν πρέπει να είναι μόνο με το έργο του κοντά στον λαό, αλλά ακόμα
και με την ίδια τη ζωή του. Να βρίσκεται πάντα στο πλευρό του λαού. Και
όταν ο λαός χαίρεται και όταν ο λαός πονάει».
·
Ανδρώνεται στην Αντίσταση.
·
Οργανώνεται στο ΕΑΜ, παίρνει μέρος στις μάχες του Δεκέμβρη του '44 μέσα
από τις γραμμές του ΕΛΑΣ.
Οι 33 μέρες των Δεκεμβριανών χαράχτηκαν τόσο βαθιά
μέσα του, που χρόνια μετά ζήτησε στον τάφο του να γραφεί το Αισχύλειο
επίγραμμα: “Πολέμησε τον Δεκέμβρη”.
·
Φυλακίζεται, εξορίζεται, βασανίζεται, κι εκεί το «εγώ» γίνεται «οριστικά
και αμετάκλητα εμείς».
Ήταν,
σύμφωνα με τον ίδιο, τα πιο δυνατά και όμορφα χρόνια του.
«Μέσα
σε αυτή την πάλη και την αγωνία στερεώσαμε τον χαρακτήρα μας. Καθαρίσαμε τη
σκέψη μας, φτιάξαμε ένα πρόσωπο ξεπλυμένο από αυταπάτες, απλό και τίμιο, που
διεκδικεί αυτό το απλό και τίμιο δικαίωμα για τη ζωή»
Στη συνέχεια αγωνίστηκε μέσα από την ΕΔΑ και τους
Λαμπράκηδες για την κοινωνική και πολιτιστική αναγέννηση, ενώ “πλήρωσε” με νέες
δοκιμασίες, φυλακές και εξορίες την παράνομη δράση του ενάντια στη δικτατορία
των συνταγματαρχών το 1967.
Με τις αμέτρητες συναυλίες του στο εξωτερικό μέχρι
την πτώση της δικτατορίας μετέφερε το μήνυμα της αντίστασης και της λευτεριάς σ’
όλο τον κόσμο και έπειτα σε όλη την Ελλάδα.
Στις συγκλονιστικές συναυλίες του και στα Φεστιβάλ
της ΚΝΕ, μέσα σε μια μέθεξη της μουσικής του με τον κόσμο, αποθεωνόταν η πίστη,
πως με τους αγώνες μας θα αλλάξουμε τον κόσμο, για να ξημερώσει ένα καλύτερο αύριο.
Ούτε η ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος και η
επικράτηση της αντεπανάστασης στην ΕΣΣΔ και τις άλλες πρώην σοσιαλιστικές χώρες
στάθηκε ικανή να αποστρατεύσει τον Μίκη.
Το αντίθετο.
Ένοιωθε περήφανος γιατί μείναμε όρθιοι τονίζοντας
πως “αυτό το οφείλουμε στα δάκρυα και τις θυσίες των χιλιάδων και χιλιάδων πρωτοπόρων
αγωνιστών, που έπεσαν ακολουθώντας τις σημαίες και τα λάβαρα με το κόκκινο αίμα.
Τα λάβαρα που φλόγιζαν κι εξακολουθούν να φλογίζουν
τις καρδιές όσων πάλευαν και παλεύουν για την ελευθερία, την ειρήνη, το δίκαιο,
τα δικαιώματα του λαού μας και όλων των λαών της Γης”.
Γι’ αυτό με τα τραγούδια του, με τη συμμετοχή του
στους αγώνες, με δηλώσεις, με επιστολές, συνέχιζε να είναι πάντα παρών στις
κρίσιμες καμπές της Ιστορίας:
Στην καταδίκη του βομβαρδισμού της Γιουγκοσλαβίας.
Στην καταγγελία με επιστολή του προς το Συμβούλιο
της Ευρώπης και την ΕΕ, του Αντικομμουνιστικού Μνημόνιου που εξομοιώνει
ανιστόρητα τον φασισμό με τον
κομμουνισμό.
Και, παρά την προχωρημένη ηλικία του, στη δίκη της
Χρυσής Αυγής, ως μάρτυρας κατηγορίας κατά της εγκληματικής ναζιστικής αυτής
οργάνωσης.
Κάθε συναυλία και μουσική εκδήλωση που
πραγματοποιείται φέτος για τα 100 χρόνια του Μίκη, διατρανώνει την απαίτηση να
μπει τέλος στην απανθρωπιά των χιλιάδων ξεριζωμένων, πνιγμένων, αφανισμένων των
πολέμων που οι περισσότεροι είναι στη γειτονιά μας.
Να μπει τέλος στην κτηνωδία απέναντι στους Παλαιστίνιους
της Δυτικής Όχθης και της μαρτυρικής Γάζας.
Απέναντι στα χιλιάδες παιδιά που μελανιασμένα και
νηστικά θάβονται ζωντανά μες στα χαλάσματα και τους βομβαρδισμούς.
Γιατί
οι πραγματικά πολιτισμένοι άνθρωποι δεν μπορούν να
μένουν αδιάφοροι, όταν η αδικία αλωνίζει
και το ψέμα θριαμβεύει, δεν μπορούν να
κοιτάζουν τη δουλειά τους, όταν γύρω τους υπάρχουν άλλοι άνθρωποι που
βογκούν, ταπεινώνονται, πεινούν, τσακίζονται, βομβαρδίζονται.
Παρηγοριόμαστε, συνήθως, με την ιδέα, πως οι
μεγάλοι δημιουργοί που φεύγουν από τη ζωή, εξακολουθούν να ζουν μέσα από το
έργο τους.
Όμως στην περίπτωση του Μίκη, παρότι το τρανό έργο
του έχει κατά κράτος νικήσει τον θάνατο, αυτό δεν αρκεί.
Τα γεγονότα που ζούμε, τα τέσσερα χρόνια που
λείπει, είναι λες κι έχουν βαλθεί να υπογραμμίσουν την απουσία του.
Όχι ως σκέτο καλλιτέχνη-δημιουργό, αλλά και ως τον
δημιουργό-λαϊκό καθοδηγητή.
Γιατί το ειδοποιό χαρακτηριστικό του Μίκη
Θεοδωράκη, αυτό που τον ξεχωρίζει από τους άλλους κορυφαίους δημιουργούς μας,
είναι η συνείδηση του χρέους που ένοιωθε ότι έχει ο καλλιτέχνης απέναντι στον
λαό, να τον βοηθήσει, να γίνει μπροστάρης και οδηγητής του στον δρόμο για την
κοινωνική απελευθέρωση.
Κι αυτό όχι μόνο με την τέχνη του, αλλά και με τη
δράση του μέσα στο λαϊκό κίνημα.
Με το μεγαλειώδες έργο του, απαθανάτισε όλο το έπος
της λαϊκής πάλης του 20ου αιώνα στη χώρα μας κι έκανε έναν ολόκληρο λαό να
νιώθει περηφάνια για την αγωνιστική κληρονομιά του και θαυμασμό για εκείνους
που με πράξεις την τιμούν και τη διαιωνίζουν.
Νοσταλγούμε τη βροντερή παρουσία του, όπως το 1999
στη μεγαλειώδη συναυλία-συλλαλητήριο ενάντια στους βομβαρδισμούς της
Γιουγκοσλαβίας από το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, που στην οργάνωσή της είχε πρωτοστατήσει.
Τον φανταζόμαστε με την παλαιστινιακή μαντήλα στους
ώμους, να μας καλεί σε πανστρατιά για να αποτρέψουμε το έγκλημα του αιώνα που
συντελείται στην Παλαιστίνη.
Για να ανοίξει ο δρόμος στη λευτεριά του ηρωικού
Παλαιστινιακού λαού, που τόσο πόνεσε και τόσο αγάπησε, έχοντας μάλιστα γράψει
τη μουσική του ύμνου της Παλαιστίνης και λάβει τιμητικά το 2015 την
Παλαιστινιακή ιθαγένεια.
Ο Θεοδωράκης δεν έπαψε ποτέ να πιστεύει ότι τα
ιδανικά της ειρήνης, του δίκιου, της ελευθερίας είναι κατορθωτά.
Το έργο του είναι μια διαρκής σύγκρουση με την αδικία,
αλλά και με την ηττοπάθεια, την παραίτηση.
Είναι ένα σάλπισμα για πάλης ξεκίνημα, ώσπου να
μυρίσει η Ανάσταση και να πάρουν τα
όνειρα εκδίκηση.
“Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις, εκεί που πάει να
σκύψει… Να τη πετιέται από ξαρχής” είναι η απάντησή του στην πίκρα και την
απογοήτευση από τους αδικαίωτους αγώνες και τα ανεκπλήρωτα ιδανικά.
Όσο ρωμαλέα και στιβαρά αναμετριέται η τέχνη του με
την αδικία, τόσο τρυφερά και απαλά αγκαλιάζει την ομορφιά της ζωής.
Γενναίος, φλογερός, αλλά και ευαίσθητος καθώς ήταν,
έσμιγε στη μουσική του “τους τρανούς αητούς με τους χρυσούς αγγέλους”.
Ο Θεοδωράκης είχε εμπιστοσύνη στον λαό.
Πίστευε πώς μόνο ο λαός είχε την ικανότητα να εισχωρήσει στις ανώτερες μορφές
της ανθρώπινης δημιουργίας, αρκεί να του δώσει κάποιος τα κλειδιά.
Αυτός το πέτυχε.
“Έφερε την ποίηση στο τραπέζι του λαού, πλάι στο
ποτήρι και το ψωμί του”, όπως έγραφε ο Ρίτσος.
‘Ο,τι φτιάξαμε το πήραμε από τον λαό και στο λαό το
επιστρέφουμε, έλεγε.
Και αυτό δεν ήταν από σεμνοτυφία.
Ο Μίκης γνώριζε πως μεγάλη τέχνη, είναι αυτή που συλλαμβάνει
την κίνηση της Ιστορίας και πως αυτός που την κινεί μπροστά είναι ο λαός.
Είχε δηλαδή απόλυτη επίγνωση ότι στο σπουδαίο
καλλιτεχνικό του επίτευγμα αντανακλούσαν οι σπουδαίες πράξεις του λαού κι ότι η
δική του συμμετοχή στη λαϊκή δράση ήταν το οξυγόνο της τέχνης του.
Ταυτόχρονα, ως γνήσιος διεθνιστής, ήθελε τη φωνή
του δικού του λαού “να την ενώσει με τη φωνή των άλλων μέσα στο κοινό και
πολύβουο τραγούδι της ανθρωπότητας”.
Και αποδείχτηκε πως αυτό δεν ήταν δύσκολο να το
πετύχει.
Η μουσική του έσπασε τα σύνορα της χώρας, καθώς
έχει την οικουμενικότητα από τα κοινά βάσανα, τις ελπίδες, τους οραματισμούς
των λαϊκών ανθρώπων όπου γης.
Η παγκόσμια αναγνώριση της καλλιτεχνικής και
κοινωνικής προσφοράς του επισφραγίστηκε με το βραβείο Λένιν για την Ειρήνη.
Δίχως άλλο, χωρίς τον Μίκη ιδρυτή και πρωτεργάτη
αυτής της νέας Τέχνης, η μουσική θα ήταν αλλιώς.
Χωρίς την παλλόμενη, άγρυπνη και ακατασίγαστη
προσωπικότητα του Μίκη κι εμείς θα ήμασταν αλλιώς.
Ξέρω, έλεγε, “πως τελικά η συντριπτική πλειονότητα
του λαού μας θα 'ρθει κάποτε στις γραμμές μας, θ' ακολουθήσει τις σημαίες
μας... Και τότε, πάνω από τις σκαλωσιές και μέσα από τους κάμπους η πατρίδα μας
θα γεμίσει τραγούδια… τραγούδια χαράς, δημιουργίας και ελευθερίας”.
Αυτή τη μεγάλη μέρα λαχτάρησε, γι’ αυτή τη μέρα
πολέμησε, μάτωσε, τραγούδησε σε όλη του τη ζωή.
Κι ως να ’ρθει αυτή η Λαμπρή, με τα τραγούδια του
θα πολεμάμε κι εμείς.
Μα κι “άμα τελειώσει ο πόλεμος”, εκεί που θα “κοκκινίζουν
τα όνειρα”, δε θα τον ξεχάσουμε.
Με τη δική του πάλι μουσική θα τραγουδήσουμε μαζί
οι λαοί στην Ελλάδα, στην Τουρκία, στην Κύπρο, στην Παλαιστίνη, στη Μεσόγειο,
στα Βαλκάνια, στη Μέση Ανατολή, παντού στη Γη, το τραγούδι της Ειρήνης και της
πανανθρώπινης φιλίας.