Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015

Ξαναζεσταμένα αποπροσανατολιστικά διλήμματα



ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ Κυριακή 11 Οχτώβρη 2015
Αν κάτι ξεχώρισε τη βδομάδα που πέρασε δεν είναι τόσο η προσπάθεια του πρωθυπουργού απ' το βήμα της Βουλής να αναγορεύσει το λαό συνένοχο στην προώθηση της αντιλαϊκής επίθεσης. Αυτό ήταν άλλωστε αναμενόμενο. Ηταν αναμενόμενο ότι τόσο τα κόμματα της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, όσο και αυτά της αστικής αντιπολίτευσης θα αξιοποιούσαν το μεγάλο ποσοστό που συγκέντρωσαν στις εκλογές προκειμένου να πουν ότι ο λαός συναινεί, έχει εγκρίνει με την ψήφο του την εφαρμογή των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, την κλιμάκωση της αντιλαϊκής επίθεσης. Γι' αυτό άλλωστε προειδοποιούσε το ΚΚΕ και προεκλογικά και σημείωνε ότι πρέπει να γίνει κριτήριο ψήφου για το λαό. Βεβαίως, χρειάζεται να σημειώσουμε ότι ανεξάρτητα αν αυτή η προειδοποίηση εισακούστηκε ή όχι, ο λαός δεν πρέπει να υποταχθεί σε αυτή τη λογική, δεν πρέπει να κάνει αυτήν την προσπάθεια της κυβέρνησης πράξη με την ανοχή του απέναντι στην επίθεση που ξετυλίγεται και θα ενταθεί το επόμενο διάστημα. Πρώτοι σταθμοί τα συλλαλητήρια στις 22 Οκτώβρη και η απεργία στις 12 Νοέμβρη, στις οποίες καλούν οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ τα σωματεία και τα συνδικάτα να αποφασίσουν και να οργανώσουν.
Αυτό, λοιπόν, που ξεχώρισε είναι η προσπάθεια του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης να αναβιώσουν την «αντινεοφιλελεύθερη γραμμή», τα περί «αντινεοφιλελεύθερου μετώπου», αντικαθιστώντας την αντιμνημονιακή ρητορική των προηγούμενων χρόνων, επαναφέροντας μια γνώριμη, τεχνητή, για τα λαϊκά συμφέροντα, διαχωριστική γραμμή των νεοφιλελεύθερων και των αντινεοφιλελεύθερων. Είχε ενδιαφέρον ότι από το βήμα της Βουλής ακόμα και η ΝΔ αποκήρυξε τον νεοφιλελευθερισμό και επέστρεψε τις κατηγορίες στην κυβέρνηση επιτείνοντας τη σύγχυση.
Ποια είναι η σκοπιμότητα αυτής της προσπάθειας;

Προφανώς είναι αναγκαίο για το αστικό πολιτικό σύστημα να αναδειχθεί μια «νέα» διαχωριστική γραμμή που να αντικαταστήσει το δίλημμα μνημονιακοί - αντιμνημονιακοί που κυριάρχησε τα προηγούμενα χρόνια, με δεδομένο ότι, όπως αποδείχθηκε, η επιδίωξη της καπιταλιστικής ανάκαμψης, είτε με μνημονιακό είτε με αντιμνημονιακό περίβλημα, οδηγεί στο ίδιο και το αυτό, ένα νέο πακέτο αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων με στόχο τη στήριξη του κεφαλαίου. Η «νέα» διαχωριστική γραμμή βεβαίως δεν είναι καθόλου νέα αφού ουσιαστικά κυριάρχησε τη δεκαετία του 1990. Θυμίζουμε ότι τότε νεοφιλελευθερισμός χαρακτηρίστηκαν οι αναγκαίες για τον καπιταλισμό αναδιαρθρώσεις, που ουσιαστικά συνιστούσαν την αναίρεση όσων παραχωρήσεων και κατακτήσεων είχαν διαμορφωθεί τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, ως αποτέλεσμα της ταξικής πάλης, της επίδρασης του σοσιαλιστικού συστήματος αλλά και των δυνατοτήτων της μεταπολεμικής καπιταλιστικής ανασυγκρότησης. Οι σοσιαλδημοκράτες εμφανίζονταν ως υπερασπιστές του «ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους», ενώ τα λεγόμενα «κεντροδεξιά» κόμματα ως υπερασπιστές των αναδιαρθρώσεων. Στην πράξη, όμως, τόσο οι μεν όσο και οι δε κινήθηκαν στις ίδιες πολιτικές κατευθύνσεις, συνέβαλαν οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις να γίνουν πολιτική κατεύθυνση της ΕΕ. Και αυτό πολύ απλά γιατί η πολιτική διαχείρισης που εφαρμόζεται δεν καθορίζεται από τις ιδεολογικές ή άλλες επιλογές των αστικών δυνάμεων αλλά από τις συνθήκες της καπιταλιστικής οικονομίας, και αυτή απαιτούσε την προώθηση των αναδιαρθρώσεων. Με τον ίδιο τρόπο που η καπιταλιστική ανάκαμψη προϋποθέτει σήμερα εμβάθυνση αυτών των αναδιαρθρώσεων, ακόμα πιο αντιλαϊκή εξέλιξή τους, δηλαδή μέτρα τύπου μνημονίου, που, όπως αποδείχθηκε στη χώρα μας, υιοθετήθηκαν τελικά και από δυνάμεις που εμφανίζονταν ως αντιμνημονιακές.
Ο ΣΥΡΙΖΑ αυτό που υποστηρίζει είναι ότι είναι άλλο να εφαρμόσει το μνημόνιο μια νεοφιλελεύθερη και άλλο μια αντινεοφιλελεύθερη κυβέρνηση που παλεύει σε επίπεδο ΕΕ για την αλλαγή της πολιτικής της. Αυτή είναι η νέα εκδοχή του αντινεοφιλελεύθερου παραμυθιού. Η ουσία βεβαίως είναι η ίδια, είτε νεοφιλελεύθερη είτε αντινεοφιλελεύθερη, μνημονιακή ή αντιμνημονιακή, η πολιτική διαχείριση της οικονομίας χαράσσεται με βάση τις προτεραιότητες και τις ανάγκες αυτών που έχουν στα χέρια τους τα μέσα παραγωγής, με βάση τις απαιτήσεις του ΣΕΒ, του ΣΕΤΕ, των μεγαλεμπόρων, των εφοπλιστών κ.λπ. Ο στόχος της καπιταλιστικής ανάκαμψης σημαίνει θυσίες διαρκείας για τους εργαζόμενους και τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Αυτό κάνει και ο ΣΥΡΙΖΑ με την πολιτική του παίζοντας δύο προπαγανδιστικά χαρτιά, που του δίνουν το ατού της ενσωμάτωσης και της χειραγώγησης λαϊκών στρωμάτων: Πρώτον, ότι αν εφάρμοζαν την ίδια πολιτική οι άλλοι, οι νεοφιλελεύθεροι, τα πράγματα θα ήταν χειρότερα. Δεύτερον, ότι παλεύει στο πλαίσιο της ΕΕ μαζί με άλλες αντινεοφιλελεύθερες δυνάμεις (εννοώντας την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, τους Πράσινους, το ΚΕΑ) για την αλλαγή αυτής της πολιτικής.
Υπάρχει ακόμα και μια πλευρά σημαντική που αναδείχθηκε πιο καθαρά την προηγούμενη βδομάδα. Η επίκληση του αντινεοφιλελεύθερου μετώπου ουσιαστικά διευκολύνει την προσέγγιση του ΣΥΡΙΖΑ με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, ως νέα σοσιαλδημοκρατική εκδοχή, επιδιώκει συνάντηση με την παλιά ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, η οποία ως ένα βαθμό έχει ήδη επιτευχθεί, τουλάχιστον με τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Γαλλίας και της Ιταλίας, των κρατών δηλαδή που θέτουν και αυτά ζήτημα χαλάρωσης της περιοριστικής πολιτικής και των δημοσιονομικών κανόνων, δεδομένου ότι και αυτά είναι υπερχρεωμένα. Ο Ολάντ άλλωστε χαρακτήρισε την εκλογική νίκη ΣΥΡΙΖΑ νίκη της «ευρωπαϊκής αριστεράς», στην οποία συγκαταλέγουν και τους σοσιαλδημοκράτες. Ταυτόχρονα, οι συζητήσεις Τσίπρα με τον Ιταλό σοσιαλδημοκράτη, επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος, Α. Πιτέλα, είχαν αντίστοιχο περιεχόμενο. Ενα κομμάτι της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας «βλέπει» στον ΣΥΡΙΖΑ τη δυνατότητα ανανέωσής της. Γεγονός που άλλωστε συνδέεται με μια ευρύτερη προσπάθεια αναβάπτισης και ανασυγκρότησης της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας μετά από μια μακροχρόνια κρίση, με κύριο χαρακτηριστικό τη δυσκολία της να ενσωματώνει με την ίδια αποτελεσματικότητα όπως πριν εργατικές - λαϊκές μάζες. Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να δούμε διεργασίες που συντελούνται σε επίπεδο ΕΕ, όπως η εκλογή... στη θέση του επικεφαλής των Εργατικών στη Βρετανία, οι συζητήσεις ανάμεσα στο Podemos και το Ισπανικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, οι διεργασίες για τη συγκρότηση «αριστερής κυβέρνησης» με συμμετοχή σοσιαλδημοκρατών, Αριστερού Μπλοκ και ΚΚ στην Πορτογαλία κ.ά. Ταυτόχρονα, από άλλες πλευρές της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας εκφράζονται επιφυλάξεις, με ορισμένα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα να ζητάνε διευκρινίσεις από τον Πιτέλα για τα ανοίγματά του προς Τσίπρα. Απαντώντας τους ο Ιταλός σοσιαλδημοκράτης διευκρίνισε ότι η συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ στο Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα δεν είναι δυνατή λόγω της συνεργασίας του με τους ΑΝΕΛ, αφήνοντας έτσι ανοιχτό το παράθυρο για το μέλλον. Τα «ανοίγματα» αυτά επιδρούν βεβαίως και στη συζήτηση στο πλαίσιο του ελληνικού αστικού πολιτικού συστήματος. Ετσι, οι διάλογοι ανάμεσα σε στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και αυτά του ΠΑΣΟΚ και του Ποταμιού κατά τη διάρκεια της συζήτησης για τις προγραμματικές δηλώσεις είχαν τέτοιο περιεχόμενο. Παρά τις εντάσεις και τις φραστικές αντεγκλήσεις η ουσία μένει, ότι και τα δύο μπλοκ δυνάμεων διεκδικούν τον κύριο ρόλο στον ίδιο χώρο της σοσιαλδημοκρατίας, της λεγόμενης «κεντροαριστεράς», ενώ οι παρεμβάσεις του Αλ. Τσίπρα και η τελική του ομιλία, το κάλεσμα σε ΠΑΣΟΚ - ΔΗΜΑΡ και Ποτάμι αν θα πάνε με τη ΝΔ ή με τον ΣΥΡΙΖΑ, με τις προοδευτικές αντινεοφιλελεύθερες δυνάμεις, κάνουν σαφές ότι κρατάει ανοιχτές πόρτες για το μέλλον ακόμα και σε κυβερνητικές συνεργασίες.
Ο λαός, οι εργαζόμενοι, τα φτωχά λαϊκά στρώματα πρέπει να απορρίψουν το ξαναζεσταμένο φαγητό των «αντινεοφιλελεύθερων μετώπων». Εχουν πείρα ότι οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, τα αντιλαϊκά μέτρα καθορίζονται από τις ανάγκες της καπιταλιστικής ανάκαμψης, από τις ανάγκες στήριξης της κερδοφορίας των επιχειρηματικών ομίλων. Υπηρετώντας αυτές τις ανάγκες ασκούν πολιτική όλες οι κυβερνήσεις, νεοφιλελεύθερες και νεοκεϋνσιανές, σοσιαλδημοκρατικές και κεντροδεξιές, αντιμνημονιακές και μνημονιακές. Η προσπάθεια ανανέωσης της ικανότητας χειραγώγησης και εξαπάτησης της σοσιαλδημοκρατίας με νέα ψευτοδιλήμματα για το λαό δεν πρέπει να περάσει. Χρειάζεται σήμερα πολύ περισσότερο από ποτέ να συνειδητοποιηθεί ότι ο αληθινός αντίπαλός τους δεν είναι η μια ή η άλλη μορφή διαχείρισης, αλλά το κεφάλαιο, οι επιχειρηματικοί όμιλοι, η εξουσία τους, η ιδιοκτησία τους στα μέσα παραγωγής. Αυτά πρέπει να αντιπαλέψουν σήμερα και να ανατρέψουν αύριο αν θέλουν να δουν άσπρη μέρα γι' αυτούς και τα παιδιά τους.

Χ.