Δευτέρα 31 Αυγούστου 2015

Ο καπιταλιστικός δρόμος ανάπτυξης φέρνει τα μνημόνια



ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ Κυριακή 30 Αυγούστου 2015
Το ερώτημα που προκύπτει από την πορεία της 7μηνης συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ
Ο Αλ. Τσίπρας με τον πρόεδρο του ΣΕΒ Θ. Φέσσα
είναι, πώς μία κυβέρνηση κομμάτων που πριν από το Γενάρη του 2015 διακήρυσσαν το τέλος των μνημονίων έφτασε να υπογράφει ένα νέο 3ο μνημόνιο; Αυτό το γεγονός, που εμφανίζεται ως κάτι παράδοξο, κάτι απρόβλεπτο, που η αστική προπαγάνδα - από όποια πλευρά - το παρουσιάζει ως αναγκαίο κακό, στην πραγματικότητα δεν ήταν και τόσο απροσδόκητο. Οταν το ΚΚΕ, ήδη πριν από τις εκλογές του Γενάρη του 2015, έλεγε ότι οποιαδήποτε κυβέρνηση στο έδαφος του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης, της εξουσίας του κεφαλαίου, της συμμετοχής στην Ευρωπαϊκή Ενωση, θα συνεχίσει - ανεξάρτητα από τις διακηρύξεις της - την αντιλαϊκή πολιτική, είτε την ονομάζει μνημόνιο είτε κάπως αλλιώς, δεν ήταν μια τυχαία εκτίμηση. Μέσα σε 7 μήνες η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώθηκε. Το γεγονός είναι ότι τα μέτρα που περιλαμβάνονται στα 3 μνημόνια αποτελούν αναδιαρθρώσεις αναγκαίες για τη στήριξη της καπιταλιστικής ανάκαμψης, για τη στήριξη δηλαδή των προσπαθειών για να στηριχθούν τα κέρδη των επιχειρηματικών ομίλων, να ξανατονωθεί το ενδιαφέρον τους για επενδύσεις. Είναι τρανταχτή απόδειξη ότι ο στόχος της καπιταλιστικής ανάκαμψης πάει χέρι χέρι με την αντιλαϊκή πολιτική, με την πολιτική χτυπήματος εργατικών - λαϊκών δικαιωμάτων, με την πολιτική ανοίγματος νέων πεδίων κερδοφορίας για το κεφάλαιο και κατά συνέπεια δεν συμβαδίζει με υποσχέσεις για ανάκτηση απωλειών, ανακούφιση των εργαζομένων. Η διαχείριση της καπιταλιστικής κρίσης απαιτεί τη συνεχή εφαρμογή αναδιαρθρώσεων σε συνδυασμό με τη φοροληστεία αλλά και τις δραστικές περικοπές από τον κρατικό προϋπολογισμό κονδυλίων που δίνονταν για κάποιες λαϊκές ανάγκες, έτσι ώστε να συσσωρεύεται χρήμα στα κρατικά ταμεία κ.λπ. Μέτρα που σε μια σειρά από καπιταλιστικά κράτη είχαν υλοποιηθεί εδώ και μια δεκαετία και που καθυστέρησε η εφαρμογή τους στην Ελλάδα. Αποδείχθηκε ότι ακόμα και η δυνατότητα για λίγα ψίχουλα είναι περιορισμένη.
Ο ΣΥΡΙΖΑ πόνταρε όλη του την προεκλογική εκστρατεία πριν από το Γενάρη στο ενδεχόμενο να αλλάξει ο τρόπος εφαρμογής αυτών των αναδιαρθρώσεων και όχι στην αμφισβήτηση επί της ουσίας τους, παρά τα όσα έλεγε. Να επιμηκυνθεί η διάρκεια εφαρμογής, να υπάρξει σταδιακή προσαρμογή, να αλλάξει η ιεράρχησή τους, να συνδυαστεί με ορισμένα ψίχουλα που θα μπορούσαν να αλλάξουν το κλίμα αποδοχής τους. Αυτό το ενδεχόμενο στηριζόταν στην πιθανότητα να χαλαρώσουν ορισμένοι όροι της δημοσιονομικής σταθερότητας, κάτι άλλωστε που ζητούσαν και τμήματα του κεφαλαίου στην Ελλάδα, να εξασφαλιστούν ορισμένοι όροι κρατικής στήριξης της καπιταλιστικής ανάκαμψης (π.χ. φθηνή Ενέργεια για τη βιομηχανία, κρατικό χρήμα για επενδύσεις κ.λπ.) και ταυτόχρονα να υπάρξει κάποια μικρή, έστω αναιμική ανάκαμψη που να μπορεί να ευνοήσει ορισμένα μέτρα - ασπιρίνες προς την ακραία φτώχεια, όπως αποτυπωνόταν στο πρόγραμμα της αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσης. Τα πράγματα βεβαίως ήρθαν αλλιώς. Οι διαπραγματεύσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο για το μείγμα διαχείρισης (που δεν αφορούσαν κυρίως την Ελλάδα), σε συνδυασμό με την όξυνση των ανταγωνισμών για το μέλλον της Ευρωζώνης, τις ανησυχίες για την πορεία της καπιταλιστικής οικονομίας στην Ευρώπη, τις δυσκολίες για το πέρασμα στην καπιταλιστική ανάκαμψη στην Ελλάδα, την πορεία του ελληνικού δημόσιου χρέους, κατέδειξαν ότι τα περιθώρια χαλάρωσης των πολιτικών διαχείρισης της κρίσης ήταν ελάχιστα.
Τα μνημόνια έχουν συνέχεια. Είναι συμφωνίες της Ελλάδας με τους διακρατικούς καπιταλιστικούς οργανισμούς (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας - ESM και Διεθνές Νομισματικό Ταμείο), που συμμετέχουν στη δανειοδότησή της ως μέσο για την έξοδο της καπιταλιστικής οικονομίας της από την οικονομική κρίση, τη διαχείριση της οποίας δυσκολεύει αφάνταστα το μεγάλο κρατικό χρέος που πρέπει να αποπληρώνεται. Χρέος που βεβαίως δημιουργήθηκε από κρατικές λειτουργίες για λογαριασμό των επιχειρηματικών ομίλων (φοροαπαλλαγές, κρατικές επιδοτήσεις κ.λπ.).
Ηδη απ' το 1ο ακόμα μνημόνιο το ΚΚΕ είχε αναδείξει ότι στις γραμμές του περιλαμβάνονται προωθούμενες αναδιαρθρώσεις που υπήρξαν πάγιοι στόχοι του κεφαλαίου, ενταγμένοι στη στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ενωσης πολύ πριν από την καπιταλιστική οικονομική κρίση. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται από όλη την πορεία των μνημονίων μέχρι σήμερα.
Για παράδειγμα, οι προωθούμενες σήμερα ανατροπές στο Ασφαλιστικό, αν και έχουν ουρά χρόνων πίσω τους καθώς το ξήλωμα άρχισε στο μακρινό 1991, εντούτοις εντάθηκαν με τα μνημόνια και έχουν μια συνέχεια και κλιμάκωση από το πρώτο στο δεύτερο και στο τρίτο. Οι ανατροπές στις Συλλογικές Συμβάσεις έχουν τη βάση τους επίσης πριν από τα μνημόνια, αλλά οι πολλαπλές μορφές που έφεραν τις ανατροπές αυτές, εντάθηκαν με το πρώτο μνημόνιο και κλιμακώνονταν επίσης με τα επόμενα. Για παράδειγμα, ξεκίνησαν με τις επιχειρησιακές συμβάσεις, συνεχίστηκαν με τις ατομικές, και ενισχύθηκαν με τους ενοικιαζόμενους εργαζόμενους. Το ίδιο ισχύει με τις πολλαπλές μορφές ελαστικών εργασιακών σχέσεων, την καταστρατήγηση του ημερήσιου εργάσιμου χρόνου σε συνδυασμό με τις μειώσεις μισθών κ.λπ. Το χτύπημα της μικρής αγροτοκτηνοτροφικής παραγωγής ανάγεται στην Κοινή Αγροτική Πολιτική αλλά εντάθηκε με τα μνημόνια, ιδιαίτερα με το τρίτο γιατί η κρίση εντείνει την ανάγκη του συστήματος για συγκέντρωση της γης, ενίσχυση των μονοπωλίων του τομέα τροφίμων. Το ίδιο ισχύει με την τεράστια φορολογία των αυτοαπασχολούμενων που σε συνδυασμό με την κρίση και τον ανταγωνισμό, «πετιούνται» από την αγορά σε όφελος των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων.
Το ίδιο αφορά και το άνοιγμα νέων αγορών και νέων πεδίων κερδοφορίας για το κεφάλαιο, την προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων σε μια σειρά τομείς, που είναι απλώς εξειδίκευση της στρατηγικής «απελευθέρωσης» αγορών και κλάδων της οικονομίας που βρίσκονταν παλιότερα σε κάποιο καθεστώς προστασίας. Είναι γι' αυτό υποκριτικό το γεγονός ότι δυνάμεις που στηρίζουν την πολιτική απελευθέρωσης π.χ. στην Ενέργεια, στηρίζουν την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας σε έναν κλάδο, να αντιτίθενται με τη συγκεκριμένη μορφή που αυτή παίρνει στη μια ή την άλλη εκδοχή ιδιωτικοποίησης.
Χρειάζεται λοιπόν να βγουν συμπεράσματα απ' τους εργαζόμενους και τα άλλα λαϊκά στρώματα, ότι χωρίς σύγκρουση με τον καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης, τη συμμετοχή στις διεθνείς αγορές του κεφαλαίου, το ιμπεριαλιστικό σύστημα, την ΕΕ δεν είναι δυνατόν να ανατραπούν οι πολιτικές των μνημονίων, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει έξοδος απ' την κρίση υπέρ του λαού. Αυτή είναι η αλήθεια της 7μηνης διακυβέρνησης των «αντιμνημονιακών» κατά τ' άλλα δυνάμεων
Τι απαιτεί το κεφάλαιο αυτοπροσώπως!
Απόδειξη ότι στόχος των μνημονίων είναι η στήριξη της ανάκαμψης του κεφαλαίου, των επιχειρηματικών ομίλων, ότι απ' τα μέτρα που περιέχονται σε αυτά μπορεί να χάνουν οι εργαζόμενοι, τα λαϊκά στρώματα, αλλά κερδίζουν οι επιχειρηματικοί όμιλοι είναι οι καταγεγραμμένες απαιτήσεις των εκπροσώπων του κεφαλαίου, που συμπίπτουν με τα μνημονιακά μέτρα.
Μπαράζ αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων προβλέπονται στο τρίτο μνημόνιο, μεταξύ άλλων στην ακτοπλοΐα (συνθέσεις πληρωμάτων κ.ά.), στην Ενέργεια, στις «χρήσεις γης» (με στόχο την αποτελεσματική διευκόλυνση των επενδύσεων). Ακόμα, προβλέπονται ο περιορισμός και η κατάργηση της κυριακάτικης αργίας στο λιανεμπόριο και σειρά από άλλες παρεμβάσεις που περιλαμβάνονται και στις «εργαλειοθήκες» του ΟΟΣΑ, με πραγματικό στόχο τη συγκέντρωση της επιχειρηματικής πίτας και των κερδών σε ισχυρούς επιχειρηματικούς ομίλους.
Τα «αναπτυξιακά μέτρα» και οι πάγιες αξιώσεις του εγχώριου κεφαλαίου
Σε αυτό το πλαίσιο, οι πάγιες αξιώσεις του εγχώριου κεφαλαίου έρχονται να «κουμπώσουν» με τα λεγόμενα «αναπτυξιακά μέτρα» του τρίτου μνημονίου.
Ανάμεσα σε αυτά:
-- Η διασφάλιση του προβλεπόμενου πακτωλού για το κεφάλαιο από το νέο ΕΣΠΑ (2014 - 2020), ύψους άνω των 20 δισ. ευρώ, μέσω των επιδοτήσεων της ΕΕ. Σε αυτό ενσωματώνονται οι σχεδιασμοί του αποκαλούμενου «εθνικού αναπτυξιακού προτύπου», οι προτεραιότητες που συνδέονται με τους «επιλέξιμους» προς ενίσχυση ανταγωνιστικούς κλάδους της οικονομίας και της παραγωγής, με βάση τα «συγκριτικά πλεονεκτήματα», για μεγαλύτερο κέρδος των καπιταλιστών και όχι βέβαια για την κάλυψη των λαϊκών αναγκών.
-- Η μοιρασιά του «επενδυτικού πακέτου Γιούνκερ», συνολικού εκτιμώμενου ύψους 315 δισ. ευρώ για τα κράτη της ΕΕ, επίσης με συγκεκριμένες στοχεύσεις σε ό,τι αφορά τους επιλέξιμους προς ενίσχυση κλάδους.
-- Η φτηνή χρηματοδότηση από τα προγράμματα «χαλάρωσης» της νομισματικής πολιτικής από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, πάντα με στόχο την ανάπτυξη των νέων κερδοφόρων επενδύσεων.
Και βέβαια, είναι σαφές ότι το εγχώριο κεφάλαιο, όπως βέβαια και συνολικά το ευρωενωσιακό, δεν είναι σε θέση να κάνει ούτε ρούπι μπροστά χωρίς τις διακρατικές και κρατικές ενισχύσεις.
Ακριβώς σε αυτό το πλαίσιο, όποιος έχει στόχο την ανάκαμψη της κερδοφορίας του κεφαλαίου και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, θα στοιχηθεί, αργά ή γρήγορα, σε αυτή την ενιαία στρατηγική, στην πολιτική που εντείνει την εκμετάλλευση σε βάρος των εργαζομένων, που βαθαίνει τη χρεοκοπία του λαού για λογαριασμό των μονοπωλίων. Μια στρατηγική οι άξονες της οποίας αποτυπώνονται με σαφήνεια τόσο στις Συνθήκες και τις αποφάσεις της ΕΕ, όσο και στις πάγιες απαιτήσεις του εγχώριου κεφαλαίου, πολύ πριν από το ξέσπασμα της βαθιάς και συντονισμένης καπιταλιστικής κρίσης.
Σε αυτό το πλαίσιο, τα μνημόνια αποτελούν την εξειδίκευση αυτής της αντιλαϊκής στρατηγικής στη φάση της κρίσης και το εφαλτήριο για τη διέξοδο υπέρ του κεφαλαίου, για τη στήριξη της ανάκαμψης της κερδοφορίας του.
Αποκαλυπτική η τοποθέτηση του ΣΕΒ μπροστά στις εκλογές...
«Το ζητούμενο πλέον είναι η κυβέρνηση που θα προκύψει να στοιχηθεί πλήρως πίσω από τις επιδιώξεις του συμφωνηθέντος προγράμματος προσαρμογής και να το εφαρμόσει έγκαιρα και αποτελεσματικά, καθώς αυτή είναι όντως η τελευταία προσπάθεια ανόρθωσης της ελληνικής οικονομίας».
Τα παραπάνω τονίζει χαρακτηριστικά στο εβδομαδιαίο δελτίο του ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ), προβάλλοντας την άμεση προτεραιότητα των κυρίαρχων τμημάτων του εγχώριου κεφαλαίου, ενόψει και των βουλευτικών εκλογών, για τη διαμόρφωση κυβέρνησης και συνολικά συνθηκών με στόχο την πλήρη και αποτελεσματική εφαρμογή των αντιλαϊκών μέτρων του τρίτου μνημονίου, γιατί μόνο έτσι μπορεί να έρθει η ανάκαμψη της κερδοφορίας και της ανταγωνιστικότητας του εγχώριου κεφαλαίου.
Την ίδια ώρα, ο ΣΕΒ παίρνει ανοιχτά θέση και στις εντεινόμενες διεργασίες αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού σκηνικού, πάντα με στόχο την «ταχεία και έγκαιρη εφαρμογή» των αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων και μέτρων που έχει ανάγκη το εγχώριο κεφάλαιο. Τονίζουν χαρακτηριστικά: «Τα μεγαλύτερα κόμματα πορεύονται πλέον εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου αναφοράς και ως εκ τούτου επιβάλλεται ένας ευρύς συνασπισμός δυνάμεων για το καλό του τόπου» (όπως βαφτίζουν την ανάγκη για την έξοδο από την κρίση με το λαό τσακισμένο και από τα νέας κοπής μνημονιακά μέτρα που προστίθενται στα προηγούμενα).
Στην αποκαλυπτική για τις βλέψεις της ελληνικής αστικής τάξης ανακοίνωση, η οποία τιτλοφορείται χαρακτηριστικά «Εφτασε η ώρα του ιστορικού συμβιβασμού;», ο ΣΕΒ τονίζει και τα παρακάτω:
-- «Η μόνη προϋπόθεση για ταχεία έξοδο της χώρας από το μνημόνιο δεν μπορεί παρά να είναι η εφαρμογή του». Σε αυτό το πλαίσιο, ομολογούν, επί της ουσίας, το γεγονός ότι η επάνοδος στην «κανονικότητα» του κεφαλαίου περνά αναγκαστικά και αναπότρεπτα από το σάρωμα των εργατικών - λαϊκών δικαιωμάτων που έχουν απομείνει.
-- «Η υλοποίηση του προγράμματος a la carte, όπως προβάλλεται στην προεκλογική ρητορεία των κομμάτων που το ψήφισαν με συντριπτική πλειοψηφία στη Βουλή, μπορεί πολύ σύντομα να προκαλέσει καταιγίδα αρνητικών εξελίξεων». Η εν λόγω «σύσταση» των βιομηχάνων «φωτογραφίζει» τα βασικά αστικά κόμματα (ΣΥΡΙΖΑ, ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι), που ενώ ψήφισαν το μνημόνιο, προκειμένου να εγκλωβίσουν ξανά εργατικές - λαϊκές δυνάμεις, κάνουν λόγο περί «παράλληλων προγραμμάτων», «αντισταθμιστικών μέτρων» κ.τ.λ. Ο ΣΕΒ τους «υπενθυμίζει» ουσιαστικά ότι προσβλέπει στο τρίτο μνημόνιο ως ενιαίο και αδιαίρετο στρατηγικό σχεδιασμό και μάλιστα χωρίς επιλεκτική εφαρμογή των αντιλαϊκών μέτρων. Για μια ακόμη φορά, ομολογούν το γεγονός ότι η καπιταλιστική ανάκαμψη δεν πρόκειται να έρθει, στο βαθμό που δεν υπάρξει η αποτελεσματική κλιμάκωση της αντιλαϊκής πολιτικής.
Οι «αναγκαίες αλλαγές» που αξιώνει το κεφάλαιο
Χαρακτηριστικές όμως είναι και οι προτεραιότητες που προβάλλει ο ΣΕΒ, εδώ και καιρό, σε ό,τι αφορά τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις.
Μεταξύ άλλων, οι εγχώριοι βιομήχανοι, αλλά και συνολικότερα τα κυρίαρχα τμήματα της ελληνικής αστικής τάξης, αξιώνουν τα εξής:Αμεση εφαρμογή «κατάλληλων μεταρρυθμίσεων» στο ασφαλιστικό σύστημα. Παροχή φορολογικών κινήτρων για τις ασφαλιστικές εισφορές, τόσο για τα επαγγελματικά Ταμεία όσο και για τις ασφαλιστικές εταιρείες. Kωδικοποίηση της εργασιακής νομοθεσίας. Συμψηφισμό των σωρευμένων ζημιών με τα κέρδη της εκάστοτε επόμενης δεκαετίας. Εξισορρόπηση του φορολογικού κόστους των επιχειρήσεων για τη μισθωτή εργασία. Βελτίωση του θεσμικού πλαισίου για τις αναδιαρθρώσεις επιχειρήσεων. Μείωση του ενεργειακού κόστους για τη βιομηχανία, συμβάσεις παροχής «διακοπτόμενου φορτίου» κ.ά. Αμεση δημιουργία Επενδυτικής Τράπεζας, η οποία θα εστιάζει σε «επενδύσεις μεγαλύτερης κλίμακας στην οργανωμένη βιομηχανική παραγωγή», με έμφαση στην αύξηση των διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων. Συμπράξεις Δημοσίου - ιδιωτών για την υποστήριξη επιχειρήσεων σε διεθνείς αναδυόμενες αγορές, όπου ήδη υπάρχει αξιόλογη ελληνική παρουσία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλές από τις παραπάνω αξιώσεις του εγχώριου κεφαλαίου κινούνται σε αντίστοιχη κατεύθυνση με τους βασικούς άξονες του νέου μνημονίου (εξ ου και η «αγωνία» του ΣΕΒ για την πλήρη και έγκαιρη εφαρμογή αυτής της «τελευταίας προσπάθειας»), ενώ είναι εξίσου σαφές ότι και το περιεχόμενο της όποιας «επαναδιαπραγμάτευσης πλευρών του μνημονίου», για την οποία μιλούν όλα τα βασικά αστικά κόμματα, στην ουσία αφορά τέτοιου είδους αξιώσεις της ελληνικής αστικής τάξης, που στο φόντο των ευρύτερων ενδοκαπιταλιστικών ανταγωνισμών δεν έχουν ακόμα κατοχυρωθεί στο νέο «πρόγραμμα στήριξης» της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας...
Διαδοχικά μνημόνια για την ανάκαμψη του κεφαλαίου
Στόχος και του νέου μνημονίου η ανάκαμψη της κερδοφορίας και της ανταγωνιστικότητας της εγχώριας αστικής τάξης
Για να κατανοηθεί το μέγεθος της αντιλαϊκής επίθεσης για λογαριασμό του κεφαλαίου, πρέπει να επισημανθεί το γεγονός ότι όλα τα παραπάνω μέτρα λειτουργούν σωρευτικά. Σε αυτό το πλαίσιο, τα πρόσθετα αντιλαϊκά «πακέτα» της κάθε χρονιάς, και φυσικά αυτά που θα ακολουθήσουν στα πλαίσια του τρίτου μνημονίου, έρχονται να προστεθούν πάνω στα προηγούμενα. Εξ ου και ο ισχυρισμός της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ ότι το δικό της μνημόνιο είναι... καλύτερο, γιατί έχει πιο «ήπια προσαρμογή», αποτελεί μια ακόμα μεγάλη απάτη, καθώς τα αντιλαϊκά μέτρα του νέου μνημονίου αθροίζονται στα μέτρα των προηγούμενων δύο!
Η σούμα των πρόσθετων αντιλαϊκών μέτρων (περικοπών δαπανών και αύξησης της φοροληστείας) μέχρι το τέλος του 2014 ανεβαίνει στα 63 δισ. ευρώ σε σχέση με το 2009, δηλαδή πριν από αυτά που ήδη ίσχυαν κατά την «έναρξη» της μνημονιακής περιόδου.
Την ίδια ώρα, σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών, το «πρωτογενές έλλειμμα» στο τέλος του 2009 ήταν 24,26 δισ. ευρώ και για το 2014 εμφανίζεται «πρωτογενές πλεόνασμα» της τάξης των 3 δισ. ευρώ. Συνολικά, η αντιλαϊκή «προσαρμογή» έφτασε στα 27,3 δισ. ευρώ και αντιστοιχεί στο 43% των αντιλαϊκών μέτρων της περιόδου 2010-2014.
Ως ποσοστό του ΑΕΠ, η μεγαλύτερη κλιμάκωση καταγράφεται στο έτος 2011, με «παρεμβάσεις» που έφτασαν στο 8,8% του ΑΕΠ της ίδιας χρονιάς. Υπενθυμίζεται ότι στην ίδια χρονιά είχε ξεκινήσει στα «γεμάτα» η συζήτηση για το «κούρεμα» του ελληνικού κρατικού χρέους από τον ιδιωτικό τομέα (PSI). Μετά το «κούρεμα» και την αναδιάρθρωση (2012), η μεγάλη μάζα του κρατικού χρέους πέρασε στα κράτη της Ευρωζώνης και βέβαια στο ΔΝΤ. Παράλληλα, τροφοδοτήθηκε και από τις δυο προηγούμενες δανειακές συμβάσεις και από τα μνημόνια που τις συνόδευσαν.
Και βέβαια, η όποια μελλοντική «ελάφρυνση» του κρατικού χρέους (επιμήκυνση, μείωση επιτοκίων), αποκλειστικά από την πλευρά της Ευρωζώνης, θα συνοδευτεί και με νέα αντιλαϊκά μέτρα. Κάθε άλλο παρά τυχαία, η επίσημη συζήτηση γύρω από τον τρόπο «ελάφρυνσης» αναμένεται να ξεκινήσει μετά τον Οκτώβρη, αφού προηγουμένως ολοκληρωθεί η πρώτη αξιολόγηση του τρίτου στη σειρά μνημονίου (2015-2018).
Μνημόνιο 3: Νέα αντιλαϊκά μέτρα πάνω στα προηγούμενα
Σε σχέση με το νέο μνημόνιο, ήδη εκτιμάται από τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ (σύμφωνα με την έκθεση από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους) ότι η πρώτη δέσμη από τους εφαρμοστικούς του νόμους, με τα δημοσιονομικά μέτρα της βίαιης προσαρμογής θα οδηγήσει:
-- Σε πρόσθετα κρατικά έσοδα, από την απογείωση της φοροληστείας μέσω του ΦΠΑ στα 2,4 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση, ενώ συνολικά η παραπέρα διόγκωση των φόρων οδηγεί σε πρόσθετα έσοδα περίπου 3,2 δισ. ευρώ.
-- Τα ποσά από την αύξηση των εισφορών τόσο στις κύριες όσο και στις επικουρικές συντάξεις φτάνουν στα 854 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση.
Για την ώρα, η αντιλαϊκή πολιτική της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ στο πλαίσιο του τρίτου μνημονίου ξεκινά με πρόσθετα ποσά ύψους πάνω από 4 δισ. ευρώ το χρόνο, τα οποία θα πολλαπλασιάζονται στην πορεία, σε συνδυασμό βέβαια και με την κλιμάκωση των αναδιαρθρώσεων που έχει ανάγκη το κεφάλαιο.
Αμέσως μετά τις εκλογές, ανεξάρτητα από το κόμμα ή τα κόμματα που θα βρεθούν στο «τιμόνι» της κυβερνητικής διαχείρισης, θα ξεκινήσει το μπαράζ με τα νέας κοπής προαπαιτούμενα αντιλαϊκά μέτρα. Ανάμεσα σε αυτά, η απογείωση της φοροληστείας απέναντι στους φτωχούς αγρότες, οι νέες «παρεμβάσεις» στο Ασφαλιστικό, στις συντάξεις, στη φορολογία μισθωτών και συνταξιούχων, οι παραπέρα περικοπές κρατικών κονδυλίων, ακόμη και για το επίδομα θέρμανσης λαϊκών νοικοκυριών, και ...έπεται συνέχεια.
Και βέβαια, σε ισχύ μέχρι κεραίας θα παραμείνουν τα αντιλαϊκά μέτρα με «απόδοση» ύψους 63 δισ. ευρώ, που πάρθηκαν στο πλαίσιο του πρώτου και του δεύτερου μνημονίου. Πάνω σε αυτά έρχονται πλέον να προστεθούν και αυτά της «επόμενης μέρας»...
Παραπέρα, με απόλυτα δεδομένες τις τρανταχτές «αστοχίες» που εμφανίζονται στην εκτέλεση των αντιλαϊκών στόχων του κρατικού προϋπολογισμού, είναι βέβαιο ότι θα προχωρήσουν με τη διάλυση και κατάργηση κάθε είδους κοινωνικών επιδομάτων - ανεργίας, ΕΚΑΣ, πολυτεκνικά, προνοιακά, φοιτητικά κ.ά. - με τον αποκλεισμό από αυτά εκατοντάδων χιλιάδων λαϊκών νοικοκυριών, μέσα από την εφαρμογή εξευτελιστικών εισοδηματικών και περιουσιακών κριτηρίων, τέτοιων που να ανταποκρίνονται στις σημερινές νόρμες της μαζικής φτώχειας και εξαθλίωσης.